-
1 γεννητικά
γεννητικόςgenerative: neut nom /voc /acc plγεννητικά̱, γεννητικόςgenerative: fem nom /voc /acc dualγεννητικά̱, γεννητικόςgenerative: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 γεννητικάς
γεννητικά̱ς, γεννητικόςgenerative: fem acc pl -
3 μόριον
μόριον, τό, dim. von μόρος, Theilchen, Stückchen; μέγ' ἀναλώσας ψυχῆς μόριον, Eur. Andr. 542; in Prosa, Her. 2, 16. 7, 23; βραχεῖ μορίῳ ἡμέρας, Thuc. 1, 85; ἐν βραχεῖ μορίῳ, von der Zeit gesagt, 1, 141; vgl. noch 8, 46. 6, 92; Plat. oft u. Folgde. – Bei den Gramm. = Partikel. – Bei den Medic. ein Glied des menschlichen Körpers und des thierischen überhaupt, wie Arist. περὶ ζῴων μορίων geschrieben; bes. auch Geschlechtsglied, S. Emp. pyrrh. 3, 205; γόνιμον, Plut. fort. Rom. 10; γυναικεῖον, Luc. Dial. mort. 28, 2; ἀνδρεῖα, vit. auct. 6; τὰ γεννητικά, D. Sic. 1, 85. – Die Art als Unterabtheilung der Gattung, Sp.
-
4 γεννητικός
η, ό[ν] детородный, половой;γεννητικά όργανα — половые органы
-
5 μόριον
A piece, portion, Hdt.7.23, Pl.R. 525e, etc.; of quarters of the world, Hdt.2.16; parts of a country, Th.7.58; of an army, Id.2.39;ψυχῆς μ. E.Andr. 541
(anap.);βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Th.8.46
;ἐν βραχεῖ μ. ἡμέρας Id.1.85
, cf. 141;ψαμάθου μ. βραχύ AP7.404.7
(Zon.).II constituent part, member (opp. μέρος, a mere part), μ. ἀρετῆς, πολιτικῆς, Pl.Lg. 696b, Grg. 463d;εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἂν.. λέγεται μόρια τούτου Arist.Metaph. 1023b18
; τέχναι καὶ ἐπιστῆμαι κατὰ μόριον γινόμεναι, opp. περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, Id.Pol. 1288b11.2 esp. of the members or parts of the body, Id.HA 488b29; περὶ ζῴων μορίων, title of the treatise de partibus animalium: in pl., esp. parts or genitals, male and female,ἀνδρεῖα μόρια Luc.Vit.Auct.6
;τὰ γεννητικὰ μ. D.S.1.85
;τὰ μόρια Plu.2.797f
: less freq. in sg., μ. ἀνδρὸς γόνιμον ib.323b, cf. Gal. 12.431;μ. γυναικεῖον Luc.DMort.28.2
.III Gramm., part of speech, D.H.Comp.6, A.D.Pron.36.21, al.; in full,μ. λέξεως D.H. Comp. 17
;μ. λόγου Plu.2.731e
.IV Arith., fraction with 1 for numerator, Dioph. 1p.6T.; also, fraction in general, Id.5.20,al.; denominator of a fraction, Id.1.23, al., Hero *Stereom.2.16; μορίου or ἐν μορίῳ c. gen., divided by.., Dioph.3.19, 1.25. -
6 προσανατέμνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσανατέμνω
-
7 προσεχής
προσεχ-ής, ές, of Place,A next to, π. σφίσι ἑστάναι, in battle, Hdt.9.28, cf. 102;νῆσος -εστάτη τῇ ἠπείρῳ Str.14.6.1
; ἔπλωον προσεχέες τῇ γῇ keeping close to.., Arr.Ind.33: c. gen., π. τῶν κρημνῶν (fort. τῷ κρημνῷ)νάπη D.H.1.32
; οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου π. σιδήρῳ καὶ κόλλῃ attached with.., Paus.8.37.3.b in geogr. sense, bordering upon, adjoining, c. dat.,Λίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ Hdt.3.91
: c. gen.,τὸ π. τοῦ κάτω κόσμου Arist.Mete. 340b12
, cf. Paus.8.4.3: abs., οἱ προσεχέες their next neighbours, Hdt.3.89,93.2 exposed to the wind,π. ἀκταὶ τοῖς ἐτησίαις Anon.
ap. Suid.;π. αἰγιαλὸς Λιβί Str.5.3.6
: abs.,π. καὶ ἀλίμενος Id.4.6.2
, cf. 5.4.4, D.H.3.44.3 closely connected, : [comp] Comp.,- έστερον νῷ Plot.5.4.2
: hence, appropriate, suitable, proper,ὑποθῆκαι π. τῇ πολιτικῇ διοικήσει Phld.Rh.2.272
S.;κυριώτατα καὶ -έστατα ὀνόματα D.H. Comp.3
;ἄγαλμα -έστατον τῇ λύρᾳ Philostr.Im.1.10
; παραδείγματα Aps.p.280 H. ([comp] Comp.).4 proximate, immediate, particular, κατὰ τὸ π. καὶ ἀκριβές, opp. κατὰ τὸν ἀνωτάτω λόγον, Placit.4.4.1; κατὰ τὸ π., opp. κατὰ κοινόν, Sor.2.44, cf. 1.4; τὰ π. καλούμενα μόρια (of the lower limb, viz. thigh, foot, etc.) Gal.7.735, cf. 1.465; τὸ π. τῆς φύσεως αὐτῆς (sc. τῆς ψυχῆς ) its particular nature, Plot.4.2.1;ἡ π. αἰτία Procl.Inst.31
;ὁ π. τοῦ κόσμου δημιουργός Jul.Gal. 99d
. Adv. - χῶς immediately, Id.Or.5.175a, Plot.2.1.5; τὰ π. γεννητικά τινος proximate sources or origins, Gal.5.677;π. συνηρτημένος Iamb.Myst.5.9
, cf. Porph.Intr.4.32, Dam.Pr. 102, al.II of Time, recently, Paul.Aeg.6.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεχής
-
8 ἀποκόπτω
A cut off, hew off, freq. in Hom., of men's limbs,κάρη ἀπέκοψε Il.11.261
; ἀπό τ' αὐχένα κόψας ib. 146, al.; in Prose,χεῖρας ἀ. Hdt.6.91
, etc.;ἀγκύρας X.HG1.6.21
;γεφύρας Plu.Nic.26
; amputate, Archig. ap. Orib.47.13.2;νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Il.9.241
;ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός Od.10.127
; ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον he cut loose the trace-horse, Il.16.474:—[voice] Pass., ἀποκεκόψονται, of buds, will be cut off, Ar.Nu. 1125, cf. M.Ant.11.8; ἀ. τὴν χεῖρα have it cut off, Hdt.6.114; ἀ.τὰ γεννητικά, of eunuchs, Ph.1.89: abs., eunuch, De.23.1, cf.Luc.Eun.8:—[voice] Med., make oneself a eunuch, Ep.Gal.5.12, cf. Arr.Epict.2.20.19.2 metaph.,ἀπ' ἐλπίδα φημὶ κεκόφθαι ναυτιλίης νόστου τε A.R.4.1272
, cf. Plb.3.63.8;ἔλεον D.S.13.23
;ἀ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης
decide summarily,Alciphr.
1.8; alsoἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plu.Pyrrh.2
; exclude from the reckoning, despair of,Phld.
Herc.1251.22; reject, exclude, Id.Sign.7, D.3.13:—[voice] Med., dub.in Phld.Mort.23.3 esp. of voice or breath, cut short,τὸν τοῦ πνεύματος τόνον D.H.Comp.14
, cf. 22:—[voice] Pass.,ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνή Plu.Dem.25
, cf. Dsc.Eup.1.85.4 of literary periods or phrases, bring to an abrupt close,δεῖ τῆ μακρᾶ -κόπτεσθαι Arist.Rh. 1409a19
, cf. Demetr.Eloc.18, 238.5 Gramm., in [voice] Pass., to be cut short by ἀποκοπή (q.v.), Eust.487.10, EM609.54.II ἀ. τινὰ ἀπὸ τόπου beat off from a strong place, of soldiers, X.An.3.4.39, 4.2.10.III [voice] Med., smite the breast in mourning: c. acc., mourn for, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκόπτω
См. также в других словарях:
γεννητικά — γεννητικός generative neut nom/voc/acc pl γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc/acc dual γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικά όργανα — Τα ανδρικά ή γυναικεία όργανα φύλου ή αναπαραγωγής, εσωτερικά και εξωτερικά. γεννητική οδός. Ομάδα οργάνων που συνθέτουν το ανδρικό ή γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. γεννητικό κύτταρο. Σπερματοζωάριο ή ωάριο ή κύτταρο, που διχοτομείται για να… … Dictionary of Greek
γεννητικάς — γεννητικά̱ς , γεννητικός generative fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek
μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… … Dictionary of Greek
νευροφυτικό σύστημα — Σχηματίζεται από δύο βασικά συστήματα: το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό· έργο του είναι να ρυθμίζει τη δραστηριότητα των ζωικών λειτουργιών του οργανισμού. Από πολλούς επιστήμονες θεωρείται αυτόνομο νευρικό σύστημα, γιατί στην άσκηση της… … Dictionary of Greek
γεννητικός — ή, ό (AM) γεννητικός, ή, όν) 1. αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει κάτι 2. (ειδικά για την αναπαραγωγή τού είδους) αυτός που έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ σπέρμα περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη,… … Dictionary of Greek
περίνεο(ν) — το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α η περιοχή που αποτελεί τη βάση τής ελάσσονος πυέλου, δηλαδή τής μικρής λεκάνης, στο επίπεδο τής οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἐντός,… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Άγδιστις — Μυθολογικό πρόσωπο.Ερμαφρόδιτη θεότητα της Φρυγίας. Ο μύθος της Ά. έχει ασιατική προέλευση και πολλές παραλλαγές. Αρχικά το όνομα Ά. προήλθε από το όρος Άγδος κοντά στην Πεσσινούντα και ήταν μάλλον επίθετο της Κυβέλης, της μητέρας θεάς. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek