Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ γεννητικά

См. также в других словарях:

  • γεννητικά — γεννητικός generative neut nom/voc/acc pl γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc/acc dual γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητικά όργανα — Τα ανδρικά ή γυναικεία όργανα φύλου ή αναπαραγωγής, εσωτερικά και εξωτερικά. γεννητική οδός. Ομάδα οργάνων που συνθέτουν το ανδρικό ή γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. γεννητικό κύτταρο. Σπερματοζωάριο ή ωάριο ή κύτταρο, που διχοτομείται για να… …   Dictionary of Greek

  • γεννητικάς — γεννητικά̱ς , γεννητικός generative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek

  • μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …   Dictionary of Greek

  • νευροφυτικό σύστημα — Σχηματίζεται από δύο βασικά συστήματα: το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό· έργο του είναι να ρυθμίζει τη δραστηριότητα των ζωικών λειτουργιών του οργανισμού. Από πολλούς επιστήμονες θεωρείται αυτόνομο νευρικό σύστημα, γιατί στην άσκηση της… …   Dictionary of Greek

  • γεννητικός — ή, ό (AM) γεννητικός, ή, όν) 1. αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει κάτι 2. (ειδικά για την αναπαραγωγή τού είδους) αυτός που έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ σπέρμα περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη,… …   Dictionary of Greek

  • περίνεο(ν) — το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α η περιοχή που αποτελεί τη βάση τής ελάσσονος πυέλου, δηλαδή τής μικρής λεκάνης, στο επίπεδο τής οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἐντός,… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • Άγδιστις — Μυθολογικό πρόσωπο.Ερμαφρόδιτη θεότητα της Φρυγίας. Ο μύθος της Ά. έχει ασιατική προέλευση και πολλές παραλλαγές. Αρχικά το όνομα Ά. προήλθε από το όρος Άγδος κοντά στην Πεσσινούντα και ήταν μάλλον επίθετο της Κυβέλης, της μητέρας θεάς. Σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»